σχηματοποιούμαι

σχηματοποιούμαι
σχηματοποιούμαι, σχηματοποιήθηκα, σχηματοποιημένος βλ. πίν. 74 , βλ. πίν. 75

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σχηματοποιώ — σχηματοποιῶ, έω, ΝΜΑ δίνω τη σχηματική παράσταση ενός αντικειμένου, παριστάνω κάτι με σχήματα νεοελλ. 1. δίνω σε κάτι σχηματική μορφή 2. παριστάνω ένα αντικείμενο σχηματικά, σε γενικές γραμμές, χωρίς να επιμένω στην απόδοση λεπτομερειών αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”